- λειψυδρίαν
- λειψυδρίᾱν , λειψυδρίαwant of waterfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστοχώ — (AM ἀστοχῶ, έω) [άστοχος] 1. δεν πετυχαίνω τον στόχο, αποτυγχάνω 2. σφάλλω, πλανώμαι στην κρίση μου (μσν. νεοελλ.) δεν ευδοκιμώ («αστόχησαν τα στάρια», «αστοχήσασα η χώρα διά την λειψυδρίαν») νεοελλ. 1. ξεχνώ 2. δεν δίνω σημασία, παραμελώ … Dictionary of Greek
λειψυδρία — η (AM λειψυδρία) έλλειψη επαρκούς ύδατος για πόση ή για άλλες χρήσεις («ἀναστρέψαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς ἐμφράττει τοὺς τῆς πηγῆς πόρους καὶ ποιεῑ λειψυδρίαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + υδρία (< ὕδριος < ὕδωρ), πρβλ. αν υδρία] … Dictionary of Greek